Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Οι Ευτυχισμένοι Άθλιοι

Η Ελευθερία φόρεσε το κόκκινο κασμιρένιο παλτό της και βγήκε έξω.
Έκανε κρύο, ο άερας ήταν παγωμένος αλλά την είχε ανάγκη αυτή τη βόλτα.
Σταμάτησε σε μια βιτρίνα που πουλούσαν σοκολάτακια, μελομακάρονα, κουραμπιέδες...
Δίπλα της, εμφανίστηκε ένα μικρό κοριτσάκι με μουντζουρωμένο πρόσωπο και μεγάλα εκφραστικά μαύρα μάτια.
- Να σου αγοράσω ένα; τη ρώτησε.
- Δύο θέλω! Να πάρω και για τον αδελφό μου, απάντησε το κοριτσάκι.
Μπήκε στο μαγαζί και αγόρασε δυο μελομακάρονα. Τα έδωσε στο κοριτσάκι κι εκείνο χαμογελώντας, τα έσφιξε στη χούφτα του και έφυγε τρέχοντας.
- Περίμενε, περίμενε. Δεν μου είπες πως σε λένε.
- Λιχουδίνα! φώναξε το κοριτσάκι και χάθηκε στη στροφή του δρόμου.

Πιο πέρα, σ' έναν πεζόδρομο, ένα ξανθό αγόρι και μια κοπέλα με μοβ καπελάκι και πολύχρωμη ζακέτα, παίζανε μουσική με μια κιθάρα και μ' ένα παράξενο κρουστό που πρώτη φορά έβλεπε στη ζωή της. Στάθηκε να τους ακούσει. Παίζανε όμορφες μελωδίες και όλο αυτό έδειχνε ότι έβγαινε μέσα απ' την ψυχή τους. Μόλις τελείωσε το τραγούδι, τους ρώτησε τί ήταν αυτό που έπαιζαν. "Second Sun" από City of the Sun.
- Ξέρεις για ποιο λόγο παίζουμε μουσική; τη ρώτησε το αγόρι.
- Δεν ξέρω, είπε η Ελευθερία.
- Για να μείνουμε ζωντανοί!
- Δεν κρυώνετε;
- Κρυώνουμε. Θα μου δώσεις το παλτό σου; είπε κάπως επιθετικά .η κοπέλα.
Χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα, η Ελευθερία έβγαλε το παλτό της και της το έδωσε.
- Πάρτο.
- Έλα, άστο. Πλάκα έκανα.
- Δεν πειράζει, στο χαρίζω. Για πλάκα.

Συνέχισε τη διαδρομή της. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Βράδιαζε. Σ' ένα σοκάκι, ένας τύπος με μακριά μαλλιά, αξύριστος, απροσδιορίστου ηλικίας, είχε ανάψει φωτιά σ' ένα βαρέλι. Δίπλα του, κάθονταν ένας άσπρος σκύλος. Η Ελευθερία, τον πλησίασε.
- Γεια.
- Έλα έλα πλησίασε να ζεσταθείς, είπε αυτός χωρίς να την κοιτάζει.
Έβαλε τα χέρια της πάνω απ' το φλεγόμενο βαρέλι και τα έτριψε.
- Τί κάνεις έξω μόνη;
- Βόλτα.
- Δεν έχεις μπουφάν.
- Δεν έχω... Πώς τον λένε το σκύλο σου;
- Μπάρι.
- Εδώ μένεις;
- Εδώ είναι το εξοχικό μου. Αλλού είναι το σπίτι μου.
- Συγγενείς, γυναίκα, φίλους; Δεν έχεις; ρώτησε η Ελευθερία.
- Είχα καποτε και τέτοιους.
- Τώρα;
- Α, τώρα είμαι ελεύθερος. Δηλαδή, σχεδόν ελεύθερος. Έχω την έγνοια μου στον Μπάρι.
Μείνανε μερικές στιγμές σιωπηλοί, παρατηρώντας τα χορευτικά σχέδια της φωτιάς.
- Θα φύγω τώρα, ευχαριστώ για τη ζεστασιά, είπε η Ελευθερία.
- Τίποτα. Όποτε θες, να ξανάρθεις. Αλλά όχι και πολύ σύντομα, γιατί δε θέλω να μ ' ερωτευτείς και να χω ύστερα μπλεξίματα.
- Σύμφωνοι. Δεν μου είπες όμως. Από που βγαίνει το Μπάρι;
- Απ' το χαμπάρι. Δε χαμπάριαζει τίποτα αυτός. Ούτε κι εγώ. Μοιάζουμε.
Η Ελευθερία χαμογέλασε και άρχισε ν' απομακρύνεται.

Επέστρεψε στο σπίτι της, τρέμοντας. Άνοιξε την πόρτα. Ακούστηκε μια φωνή απ' το σαλόνι.
- Γύρισες αγάπη μου;
Η Ελευθερία, εμφανίστηκε στην πόρτα.
- Γύρισα΄μαμά.
- Μα, εσύ έχεις μελανιάσει. Πήγαινε στο τζάκι να ζεσταθείς. Το παλτό σου τί το έκανες;
- Το πήγα... καθαριστήριο.
- Χρειαζόταν;
- Χρειαζόταν.
- Μου πήρες το "Marie Claire";
- Ωχ το ξέχασα ρε μαμά.
- Καλά δεν πειράζει. Θα βγω σε λίγο να ξέρεις. Θα πάμε με τη Χρυσάνθη στο φουαγιέ.
- Οκ.
- Εσύ τι θα κάνεις; Θες να τυλίξεις τα δώρα; Να φτιάξεις τις κάρτες;
- Θα δω. Δεν έχω και πολύ όρεξη σήμερα.

Πλησίασε στο τζάκι να ζεσταθεί αλλά δεν τα κατάφερε.
Η γρανιτένια επένδυση που έντυνε την εστία, της φάνηκε ψυχρή και αδιάφορη.
Ένιωθε μοναξιά αλλά ταυτόχρονα κι ένα αλλόκοτο αίσθημα θαυμασμού για το κρυμμένο συναισθηματικό περιθώριο της φωταγωγημένης πόλης.

Άρχισε να χιονίζει. Η θερμοκρασία έπεφτε κι άλλο, αλλά κάποιοι εκεί έξω είχαν βρει τον τρόπο να γλυκαίνονται με μελομακάρονα, να παραμένουν ζωντανοί παίζοντας μουσική, δίχως να παίρνουν χαμπάρι για τίποτα.