Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα

      Αληθινή ιστορία
       
       Πριν είκοσι χρόνια...
    Ήταν η εποχή που έγραφα κείμενα για διαφημιστικά σποτ στο ραδιόφωνο. Επιπλέον, σκαρφιζόμουν διαρκώς παράξενες ιδέες για διαφημιστική προβολή, πονηρά τρυκ για εξεζητημένες προωθήσεις προιόντων και γενικότερα τρόπους για να βγάλω λεφτά τραβώντας την προσοχή υποψήφιων καταναλωτών με απώτερο σκοπό την εξαπάτησή τους.
    Περπατούσα μέσα στην πόλη και χάζευα τους ανθρώπους και τ' αμάξια που περνούσαν. Όλοι έμοιαζαν τόσο ίδιοι. Βιαστικά, αγχωμένα, γκρίζα, αδιάφορα ζόμπι που κάτι κυνηγούσαν ή κάτι τα κυνηγούσε. Αλλά και τα αυτοκίνητα, μου φαίνονταν σα να μη διέφεραν και τόσο, περίπου το ίδιο σουλούπι, ίδια χρώματα, άσπρα, μαύρα και μια εμφατική κυριαρχία στο ασημί όπως τότε στο Ποτοσί...
    Και τότε το είδα! Ένα πρασινωπό Ford F-1 Pickup, της δεκαετίας του 50 που προχωρούσε αργά στην δεξιά λωρίδα του δρόμου και ξεχώριζε σαν την (πράσινη) μύγα μες στο γάλα. Φαινόταν σε πολύ καλή κατάσταση, με την χαρακτηριστική μικρή του καρότσα, τους μεγάλους πλαινούς καθρέφτες και τα στρογγυλά φανάρια του.  Ξάφνου, η βαρετή αυτοκινητοπομπή απέκτησε προσωπικότητα και χρώμα με το ιστορικό κινούμενο κειμήλιο που εισήχθη στο διάβα της κι εγώ βρήκα νόημα στη ζωή μου.
    Αυτό το αυτοκίνητο το ήθελα! Θα το αγόραζα πάση θυσία. Θα το μετέτρεπα σε διαφημιστική ατραξιόν. Θα πήγαινα σε διάφορες επιχειρήσεις και θα τους πρότεινα να το ντύσουμε με το λογότυπό τους και να σουλατσάρω για ένα διάστημα στην πόλη, έναντι αμοιβής φυσικά. Ή θα το νοίκιαζα σε γάμους. Ή θα έβαζα τουρίστες μέσα και θα τους έκοβα βόλτες, όπως κάνουνε στην Κούβα. Σίγουρα, υπήρχαν πολλοί τρόποι για να αξιοποιήσω αυτήν την αναπάντεχη αντίκα.
    Έτρεξα προς τα κει, ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, για να προλάβω τον οδηγό. Έφτασα στη μεριά του και είδα έναν μεγαλοπρεπή υπερήλικα να το οδηγεί. Με κοίταξε, που έτρεχα σαν τρελός δίπλα του και σα να τρόμαξε προς στιγμήν. Του έκανα νόημα. Μετά από λίγα μέτρα σταμάτησε. Ακούστηκαν κορναρίσματα από αυτοκίνητα πίσω μου. Ο παππούς άνοιξε το παράθυρο. Θα πρέπει να κόντευε τα 100. Είχε λιγοστά άσπρα μαλλιά, μεγάλο μέτωπο γεμάτο αυλακιές, γαλάζια θολά μάτια, σχιστά χείλη και μακριά ίσια μύτη. Φορούσε βυσσινί καζάκα κι από μέσα άσπρο πουκάμισο. Στο διπλανό κάθισμα ξαπόσταινε μια ξύλινη μαγκούρα και μια γκρι τραγιάσκα.
    - Με συγχωρείτε, εεε... ήθελα απλώς να σας ρωτήσω αν το πουλάτε.
    - Ποιο; (βραχνή σπηλαιώδης φωνή).
   - Το αμάξι παππού. Το πουλάς; (Αυθάδης τότε, πέρασα κατευθείαν στον ενικό για να του πάρω τον αέρα).  
    Ο παππούς σάστισε. Έπιασε σφιχτά το τιμόνι και κοίταξε μπροστά. Μελιτζανι πεταχτές φλέβες στα χέρια του, μακριά δάχτυλα, κομμένα νύχια. Με κοίταξε διαφορετικά αυτή τη φορά. Σαν παιδί που πάνε να του κλέψουν το παιχνίδι. Αλλά όχι με θυμό. Το βλέμμα του, είχε απορία, πόνο, θλίψη και απογοήτευση.
   - Και αν το πουλάς, πόσο; συνέχισα να χτυπώ χωρίς συναίσθημα τον ανήμπορο γέροντα.
  - Δεν...δεν το έχω σκεφτεί, ψέλισσε ο παππούς και σα να γυάλισαν πιο πολύ τα μάτια του. Στράφηκε τότε στο διπλανό κάθισμα για μερικά δευτερόλεπτα. (Ωχ, είπα από μέσα μου, λες να πιάσει τη μαγκούρα;).  
    Με κοίταξε ξανά και τα μάτια του έγιναν πιο σχιστά. Σα να άρχισε να κρύβεται. Όπως η χελώνα που μπαίνει μέσα στο καβούκι της. Έμοιαζε και λίγο με τον Κλίντ Ίστγουντ.
    - Κοίτα παππού, να μη σε πιέζω άλλο. Εμένα με ενδιαφέρει το αυτοκίνητό σου. Θέλεις να μου πεις  ένα τηλέφωνο και να σε πάρω σε μια εβδομάδα για να αποφασίσεις;
     Ο παππούς μου είπε ένα σταθερό τηλέφωνο. Το σημείωσα. Τον χαιρέτησα και του ζήτησα συγγνώμη που τον καθυστέρησα. Πριν απομακρυνθώ μου χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο, όπως (φαντάστηκα αργότερα) θα έκανε στον ζαβολιάρη δισέγγονό του. 
    Απομακρύνθηκα. Σε μια εβδομάδα από τώρα θα τηλεφωνούσα στον γέροντα. Μετά από καμιά πενηνταριά μέτρα γύρισα ενστικτωδώς το βλέμμα μου πίσω  και το Ford ήταν ακόμη εκεί. Απόρησα. Περίμενα πέντε λεπτά και το αμάξι παρέμενε ακίνητο. Προβληματίστηκα. Τί γίνεται; Έπαθε τίποτα ο παππούς; Κίνησα να πάω προς τη μεριά του ξανά. Τότε το Ford ξεκίνησε και σε λίγο το έχασα από τα μάτια μου.
                                                       
 -------

    
    Το βράδυ, κι αφού είχε κοπάσει ο ενθουσιασμός μου, σκεφτόμουν ξανά τη συνάντησή μου με τον παππού και ένιωθα σα μου διέφευγαν κάποια πράγματα. Δεν αισθανόμουν και τόσο καλά με την ορμή που είχα επιδείξει. Σαν αρπαχτικό είχα χυμήξει πάνω στον ηλικιωμένο για να του πάρω το αμάξι προσδοκώντας μονάχα μελλοντικά κέρδη.  Με τυπική ευγένεια και χωρίς ουσιαστικό σεβασμό, επικεντρώθηκα στο στόχο μου και ξέχασα τον άνθρωπο!
  Και ποιος ξέρει αλήθεια τί σήμαινε αυτό το αμάξι για τον παππού; Πόσες ταξιδιωτικές αποσκευές θα κουβάλησε στην καρότσα του; Πόσες ελπίδες; Πόση παιδική ανεμελιά; Να ήτανε κάποτε ψηλά στην καρότσα ο γιος του, ν ανέμιζαν τα μαλλιά του και να γελούσε... αλλά τώρα δε ζει πια; Και μήπως όταν κοίταξε στο διπλανό κάθισμα, δεν στράφηκε στη μαγκούρα του αλλά στη θύμηση της γυναίκας του που "λείπει" κι αυτή; Κι όταν έσφιξε δυνατά το τιμόνι, τί ακριβώς συνέβη; Ένιωσε ότι απειλείται; Αγκιστρώθηκε πάνω του γιατί το αμάξι του, ήταν το μοναδικό μέσο για να συνδέεται ακόμη με τη μνήμη του, με τη ζωή που έφυγε, τους αγαπημένους του...κι αν το αποχωριζόταν θα βυθιζόταν ανήμπορος στην άβυσσο της λήθης;
    Κι εγώ με ποιο δικαίωμα θα του έκλεβα τα συναισθήματά του; Πώς είχα το θράσσος να του προτείνω να αγοράσω τις αναμνήσεις του; Τί τιμή θα μπορούσε να έχει ένα αυτοκίνητο που το κράτησε μια ολόκληρη ζωή; Και σ' αυτό είχε ενδεχομένως συνεπιβάτες φίλους, συγγενείς, παιδιά, γυναίκα...  Γέλια, δάκρυα, μυρωδιές και αρώματα. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι αυτός ο παππούς έζησε μόνος του. Θα είχε σίγουρα πολλές ιστορίες να διηγηθεί.
    Χμμ...ίσως να ήμουν και υπερβολικός. Μπορεί τίποτα απ' όλα αυτά να μην ίσχυε. Μπορεί να ήταν ένας μονόχνωτος γκρινιάρης γέροντας και χάρη να έκανα που θα του το αγόραζα. Στην τελική, έκανα μία προσφορά. Σε μία εβδομάδα θα τον έπαιρνα τηλέφωνο και θα μάθαινα αν το πουλούσε. Ούφ! πολύ μελόδραμα το έκανα...

------


    Και έφτασε η επόμενη εβδομάδα. Ήμουν έτοιμος να πάρω τηλέφωνο. Περνούσα με το δικό μου αυτοκίνητο κοντά στο σημείο που είχα βρεθεί με τον παππού. Μα... τί στο καλό; Στη δεξιά πλευρά του δρόμου σ' ένα σημείο που μπορούσες να παρκάρεις, ήταν σταθμευμένο το Ford. Στο πλάι, ένα "εκτυφλωτικό" ΠΩΛΕΙΤΑΙ για κάποιον αδιόρατο λόγο μου έσκισε την καρδιά! Άφησα το αυτοκίνητό μου πιο κάτω και έτρεξα προς το Ford. Στο χαρτί της αγγελίας, υπήρχε ένα κινητό τηλέφωνο. Μέσα η καμπίνα ήταν άδεια. Χωρίς παππού. Χωρίς μαγκούρα. Χωρίς τραγιάσκα. Πήρα γρήγορα στο σταθερό τηλέφωνο που μου είχε δώσει. Το άφησα να χτυπήσει πολλές φορές, καμμία απόκριση. Ξαναπήρα. Τίποτα. Άρχισα να αγχώνομαι. Όχι για το αμάξι. Για τον παππού. Πληκτρολόγησα τον αριθμό του κινητού, τα δάχτυλά μου άρχισαν να ιδρώνουν και τελευταία στιγμή το έσβησα και δεν τόλμησα να καλέσω. Δεν ήθελα να μάθω. Δεν ήθελα να σκέφτομαι ότι ο παππούς πέθανε εξαιτίας μου.

    Μετά από λίγες μέρες το Ford δεν ήταν πια εκεί. Ποτέ δεν έμαθα τί πραγματικά συνέβη. Ποιος αγόρασε το αμάξι κι αν τελικά είχε "φύγει" ο παππούς. Αλλά αυτή την ιστορία ήθελα να τη μοιραστώ δημόσια γιατί την ένιωθα σαν αγκάθι στην ψυχή μου. 
    Και τί δε θα έδινα να ερχόταν ο χρόνος πίσω και να πηγαίναμε με τον παππού κάπου να μιλήσουμε και να μου διηγηθεί την ιστορία της ζωής του.
    Χωρίς αμάξι. 
    Με τα πόδια.-


 


1 σχόλιο:

  1. Τι να έγινε ο παππούς; Αυτό θα μπορούσε να είναι όντως η αρχή μιας νέας ιστορίας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή